αυτοκινητοδρομία

αυτοκινητοδρομία
η автомобильные гонки

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αυτοκινητοδρομία" в других словарях:

  • αυτοκινητοδρομία — η [αυτοκινητόδρομος] διαγωνισμός ταχύτητας και αντοχής αυτοκινήτων …   Dictionary of Greek

  • κάρτινγκ — (karting). Αυτοκινητιστικό αγώνισμα. Διεξάγεται με ειδικά μονοθέσια οχήματα μικρού κυλινδρισμού (μέχρι 200 κ. εκ.), που ονομάζονται kartsgo karts και δεν διαθέτουν σύστημα αλλαγής ταχυτήτων, σισπανσιόν και αμάξωμα. Ο έλεγχος του οχήματος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»